Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινί το [siní] Ο43 : (λαϊκότρ.) είδος μεγάλου χάλκινου ή σιδερένιου στρογγυλού ταψιού.
[ίσως αντδ. < τουρκ. sini < αραβ. < ελνστ. σινίον `κόσκινο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινιαλάρω [sinaláro] Ρ6α : (ιδ. ναυτ.) κάνω σινιάλο, συνεννοούμαι με σινιάλα.
[σινιάλ(ο) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινιάλο το [sinálo] Ο39 : σήμα, κυρίως οπτικό: Mου ΄κανε ~ με το χέρι. || (ναυτ.): Kάνω / δίνω ~, συνήθ. με τα ειδικά σημαιάκια.
[βεν. signala θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινιέ [siné] Ε (άκλ.) : για ντύσιμο, ρούχο κτλ. συνήθ. πολυτελές, που φέρει τη σφραγίδα διάσημου δημιουργού.
[λόγ. < γαλλ. signé]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινικός -ή -ό [sinikós] Ε1 : κινέζικος: Σινικό τείχος. || Σινική μελάνη, ειδική μελάνη κυρίως για σχέδιο και ζωγραφική.
[λόγ. < μσνλατ. Sin(ae) `Κινέζοι΄ -ικός (< Sina παράλλ. τ. του ιταλ. Cina `Κίνα΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινιόν το [sinón] Ο (άκλ.) : είδος κότσου στα μαλλιά των γυναικών.
[λόγ. < γαλλ. chignon]