Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινάφι το [sináfi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) συντεχνία. 2. (μειωτ.) άτομα που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα: Στο ίδιο ~ είναι κι αυτός. Tον υποστηρίζει το ~ του.
[τουρκ. esnaf, πληθ. sιnιf (από τα αραβ.) -ι]