Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιλό το [siló] Ο (άκλ.) : κυλινδρική συνήθ. αποθήκη σιτηρών, που γεμίζει από πάνω και αδειάζει από κάτω.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. silo (στη νέα σημ.) < ισπαν. siro < λατ. sirus `δοχείο σταριού΄ < αρχ. σιρός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιλουέτα η [siluéta] Ο25α : 1. σκοτεινό ή ασαφές περίγραμμα, κυρίως του ανθρώπινου σώματος: Διακρίνω από μακριά τη ~ ενός άντρα. Mόνο η ~ του διαγραφόταν στο μαύρο φόντο. || Οι σιλουέτες των δέντρων. 2. η γενική εικόνα του σώματος, κυρίως όταν πρόκειται για κομψό και λεπτό γυναικείο σώμα: Έχει λεπτή ~. Kάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη ~ της.
[λόγ. < γαλλ. silhouett(e) -α (αρχική σημ.: `μισοτελειωμένες ενέργειες΄) < ανθρωπων. Silhouette (οικονομολόγος που απέτυχε σε μεγαλεπήβολες μεταρρυθμίσεις)]