Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σικελικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σικελικός -ή -ό [sikelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σικελία: Σικελικές πόλεις. ~ πόλεμος. Σικελική εκστρατεία.

[λόγ. < αρχ. Σικελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες