Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σικ [sík] Ε (άκλ.) : για κπ. που είναι καλαίσθητος, κομψός, καλοντυμένος. || για παρουσία ή για συμπεριφορά που έχει κτ. το εκλεπτυσμένο: ~ εμφάνιση. ~ φόρεμα.
[λόγ. < γαλλ. chic]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σίκαλη η [síkali] Ο33 : δημητριακό φυτό της οικογένειας των αγρωστοειδών· η βρίζα: Yβρίδια σίκαλης. || Ψωμί από ~. Φρυγανιές σικάλεως, που γίνονται από αλεύρι σίκαλης.
[μσν. σίκαλ(ις) -η ίσως μεσογειακή λ. (πρβ. λατ. secale, [seká-] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σικάτος -η -ο [sikátos] Ε3 : (οικ.) κομψός, καλαίσθητος· σικ: Σικάτη κυρία. Σικάτη εμφάνιση.
[σικ -άτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σικέ [siké] Ε (άκλ.) : (προφ., λαϊκ.) του οποίου το αποτέλεσμα, η κατάληξη έχει αποφασιστεί και συμφωνηθεί από πριν· στημένος: ~ αγώνας. ~ συζήτηση.
[λόγ. < γαλλ. chiqué `επιτήδευση, μπλόφα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σικελικός -ή -ό [sikelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σικελία: Σικελικές πόλεις. ~ πόλεμος. Σικελική εκστρατεία.
[λόγ. < αρχ. Σικελικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σικλαμέν [siklamén] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό μοβ χρώμα, το χρώμα του κυκλάμινου: ~ μπλούζα. || (ως ουσ.) το σικλαμέν, το σικλαμέν χρώμα: Tης πάει το ~.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. cyclamen < λατ. cyclaminon < ελνστ. κυκλάμινος ἡ, ὁ]