Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιδηρούς -ά -ούν [siδirús] Ε : (λόγ.) ο σιδερένιος, κυρίως σε όρους και σε εκφράσεις: Σιδηρές κατασκευές, δομικές κατασκευές των οποίων ο φέρων σκελετός είναι σιδερένιος ή χαλύβδινος. Σιδηρές πύλες, στο Δούναβη, το φαράγγι που χωρίζει τα Kαρπάθια από τον Aίμο. ~ καγκελάριος, ο Bίσμαρκ. Σιδηρά κυρία, η Θάτσερ. (έκφρ.) σιδηρούν παραπέτασμα*.
[λόγ. < αρχ. σιδηροῦς]