Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιδηροπενία η [siδiropenía] Ο25 : (ιατρ.) έλλειψη σιδήρου2, που ανιχνεύε ται στο αίμα.
[λόγ. < γαλλ. sidéropénie < sidéro- = σιδηρο- + αρχ. πενία]