Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιδερώνω [siδeróno] -ομαι Ρ1 : εξαφανίζω τις ζαρωματιές από ένα τσαλακωμένο ρούχο, ύφασμα κτλ., με τη βοήθεια της ειδικής συσκευής (ηλεκτρικό σίδερο, σιδερωτήριο κτλ.): ~ τα πουκάμισα / τα παντελόνια. Mερικά υφάσματα δε σιδερώνονται. Σιδερωμένα σεντόνια. || (μππ., προφ.) που φορά σιδερωμένα ρούχα: Έρχεται πάντα καθαρός, σιδερωμένος, περιποιημένος.
[σίδερ(ο) -ώνω (διαφ. το συγγ. αρχ. σιδηρῶ `καλύπτω με σίδερο, δεσμεύω με σίδερα΄)]