Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδερωτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερωτήριο το [siδerotírio] Ο42 : 1. το κατάστημα που αναλαμβάνει το σιδέρωμα των ρούχων. 2. ειδικό μηχάνημα με θερμαινόμενο κύλινδρο για το σιδέρωμα των ρούχων.

[λόγ. σιδερω- (δες σιδερώνω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες