Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδερο
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σίδερο το [síδero] Ο41 : I1. το μέταλλο σίδηρος: Σκεύη / εργαλεία από ~. Tα κάγκελα ήταν κατασκευασμένα από σφυρήλατο ~. 2. καταχρηστικά, για οποιοδήποτε μη ευγενές μέταλλο. ΦΡ στη βράση* κολλάει το ~. μασάω σίδερα, είμαι ρωμαλέος, δυνατός. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* ~ και το κουνούπι ατσάλι. α. (πληθ.) α1. κομμάτια από μέταλλο: Σίδερα έχεις βάλει και δεν μπορώ να σηκώσω το κουτί; α2. (λαϊκ.) τα κάγκελα (της φυλα κής ή του τρελοκομείου), κυρίως στις εκφράσεις πίσω από τα σίδερα, στη φυλακή. είναι για τα σίδερα, για το τρελοκομείο. θα φάω τα σίδερα για να…, θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να… ΠAΡ ΦΡ (ειρ.) της φυλακής* τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. 3. (μτφ.) για κτ. εξαιρετικά: α. κρύο: Tα πόδια μου / τα χέρια μου είναι (σαν) ~. β. βαρύ: ~ είναι αυτή η βαλίτσα· δε σηκώνεται. γ. ανθεκτικό: Tο στομάχι του είναι (από) ~. IIα. μικρή οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων: Hλεκτρικό ~. ~ ατμού. β. το σιδέρωμα: Έχω πολύ ~. σιδεράκι το YΠΟKΟΡ 1α. μικρό κομμάτι από σίδερο. β. μικρό σίδερο σιδερώματος. 2. (πληθ.) ορθοδοντική κατασκευή που προσαρμόζεται στο στόμα.

[μσν. σίδερον (στη σημ. I) < ελνστ. σίδηρα τά (τροπή του άτ. [ir > er] ) < αρχ. σίδηρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερο- [siδero] & σιδερό- [siδeró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: I1. (προφ.) αναφέρεται στο σίδεροI· ειδικότερα δηλώνει ότι: α. είναι φτιαγμένο από σίδερο· (πρβ. σιδηρο-): σιδερόβεργα, ~γωνία. || (μτφ.): ~κέφαλος. β. είναι κατάλληλο για σιδερένιες επιφάνειες: σιδερόβιδα, σιδερόβουρτσα, ~πρίονο, σιδερόστοκος. 2. στην κοινή ονομασία φυτών: ~λάπαθο, σιδερόχορτο. II. αναφέρεται στο σίδεροII, στο ηλεκτρικό σίδερο, στο σιδέρωμα των ρούχων: σιδερόπανο, σιδερότυπο.

[μσν. σιδερο- < σιδηρο- (στη σημ. I) θ. του ουσ. σίδηρ(ος) -ο- (με τροπή του άτ. [ir > er] κατά το σίδηρος > σίδερο) ως α' συνθ.: μσν. σιδερο-κέφαλος, σιδηρο-κάψια `νομίσματα από σίδερο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερόβεργα η [siδeróverγa] Ο27 : μεγάλη σε μήκος και λεπτή ράβδος από σίδερο.

[σιδερο- + βέργα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερογωνιά η [siδeroγoná] Ο24 & σιδερογωνία η [siδeroγonía] Ο25 : (τεχν.) σιδερένιο έλασμα σε σχήμα Γ, που χρησιμοποιείται για συνδέσεις.

[σιδερο- + γωνιά· λόγ. επίδρ. κατά το γωνία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδεροκέφαλος -η -ο [siδerokéfalos] Ε5 : (προφ.) ευχή για καλή υγεία, αντοχή και κουράγιο σε κπ. που βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του ή της πραγμάτωσης κάποιου έργου.

[μσν. σιδεροκέφαλος < σιδερο- + κεφάλ(ι) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερολοστός ο [siδerolostós] & σιδηρολοστός ο [siδirolostós] Ο17 : λοστός από σίδερο: Tου επιτέθηκαν με σιδερολοστούς και τον τραυμάτισαν στο κεφάλι.

[σιδερο- + λοστός· λόγ. επίδρ. κατά το σιδηρο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερόπανο το [siδerópano] Ο41 : 1. ειδικό πανί με το οποίο καλύπτεται η σιδερώστρα. 2. μεγάλο πανί από λεπτό ύφασμα που τοποθετείται επάνω από το ρούχο που σιδερώνουμε, για να μην έρχεται το σίδερο σε απευθείας επαφή με το ρούχο.

[σιδερο- + παν(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερόπορτα η [siδeróporta] Ο27 : σιδερένια πόρτα.

[σιδερο- + πόρτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδεροπρίονο το [siδeropríono] Ο41 : ειδικό πριόνι για την κοπή μετάλλων.

[σιδερο- + πριόν(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερόστοκος ο [siδeróstokos] Ο20 : ειδικός στόκος για το στοκάρισμα μεταλλικών και γενικά σκληρών επιφανειών.

[σιδερο- + στόκος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες