Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδεράδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδεράδικο το [siδeráδiko] Ο41 : (οικ.) το εργαστήριο του σιδηρουργού· σιδηρουργείο. || το κατάστημα που πουλάει σιδερικά.

[σιδερ(άς) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες