Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγουριά η [siγurjá] Ο24 : 1. η κατάσταση εκείνου που έχει την αίσθηση ότι είναι προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο· ασφάλεια: Aισθάνομαι πάντα μεγάλη ~ κοντά τους. Για μεγαλύτερη ~ ας πάμε από το πεζοδρόμιο. Έχω ένα αίσθημα σιγουριάς, όταν ξέρω ότι υπάρχουν χρήματα για ώρα ανάγκης. Δε νιώθω καμιά ~ για το μέλλον. 2. η ιδιότητα εκείνου που είναι σίγουρος για κτ., στον οποίο μπορεί κανείς να στηριχθεί· βεβαιότητα: Έχει μεγάλη ~ στον εαυτό του / στις δυνάμεις του. || η βεβαιότητα που έχει κάποιος για την ορθότητα των απόψεών του, και για την οποία δε δέχεται καμιά αμφισβήτηση: Mιλάει με μεγάλη ~.
[σίγουρ(ος) -ιά]