Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγομουρμουρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγομουρμουρίζω [siγomurmurízo] Ρ2.1α : λέω κτ. πάρα πολύ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω πολύ σιγά.

[σιγο- + μουρμουρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες