Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγοκλαίω [siγokléo] Ρ (βλ. και κλαίω) πρτ. σιγόκλαιγα, αόρ. σιγόκλαψα, απαρέμφ. σιγοκλάψει : κλαίω χωρίς λυγμούς, ήσυχα και χαμηλόφωνα.
[σιγο- + κλαίω]