Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγοβράζω [siγovrázo] Ρ2.1α : για κτ. που βράζει σε πολύ χαμηλή φωτιά: Σιγοβράζει το φαΐ. || αφήνω κτ. να σιγοβράσει: Nα το σιγοβράσεις το κρέας για να γίνει νόστιμο.
[σιγο- + βράζω]