Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγαστήρας ο [siγastíras] Ο2 : συσκευή η οποία περιορίζει το θόρυβο: ~ του όπλου.
[λόγ. < αρχ. σιγασ- (σιγάζω) `κάνω κπ. να σωπάσει΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. silencer]