Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγαρέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαρέτο το [siγaréto] Ο39 : (λόγ.) τσιγάρο.

[λόγ. < ιταλ. sigaretto `μικρό πούρο΄ (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες