Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγανός -ή -ό [siγanós] Ε1 : 1. που ακούγεται σε πολύ χαμηλούς και ήρεμους τόνους: Σιγανό τραγούδι. Σιγανή μουσική. || που κυλά ήρεμα. ΦΡ σιγανό ποτάμι, μειωτικά, για άνθρωπο του οποίου η φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά κρύβει μια εντελώς αντίθετη ιδιοσυγκρασία και δραστηριότητα. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, πρέπει να είναι κάποιος επιφυλακτικός απέναντι σε ανθρώπους με φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά. 2. που δεν έχει μεγάλη ένταση: Έπεφτε μια σιγανή βροχή. Tο φαγητό μαγειρεύεται σε σιγανή φωτιά, χαμηλή.
σιγανά ΕΠIΡΡ: Άνοιξε ~ την πόρτα, χωρίς θόρυβο. [μσν. σιγανός < σιγ(ά) -ανός]