Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγανοπαπαδιά η [siγanopapaδjá] Ο24 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πονηρού, που υποκρίνεται τον ήσυχο, το φρόνιμο, τον απονήρευτο: Είναι αυτός / αυτή μια ~!
σιγανοπαπαδίτσα η YΠΟKΟΡ. [σιγαν(ός) -ο- + παπαδιά· σιγανοπαπαδ(ιά) -ίτσα]