Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγίλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγίλιο το [sijílio] Ο40 : ονομασία πατριαρχικού εγγράφου.

[λόγ. < μσν. σιγίλλιον < λατ. sigillium `σφραγίδα΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες