Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγά [siγá] επίρρ. τροπ. : 1. όχι δυνατά: Άνοιξε ~ την πόρτα, για να μην τους ξυπνήσει, αθόρυβα. || σε σιγανό, χαμηλό τόνο: Παρόλο που μιλούσε πολύ ~, τον άκουγαν όλοι. Nα μιλάτε πιο ~, σιγότερα. 2. αργά: Aς πηγαίνουμε πιο ~· δε βιαζόμαστε. (έκφρ.) ~ και με το μαλακό, με ήπιο τρόπο. 3. με επανάληψη, για δυνάμωμα του νοήματος· λίγο λίγο, αργά αργά, βαθμηδόν: ~ ~ χάθηκε μες στο σκοτάδι. ~ ~ με τον καιρό θα συνηθίσεις / θα το ξεχάσεις. ~ ~ φεύγει το καλοκαιράκι. ~ ~ χάνει τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, βαθμηδόν. || με προσπάθεια και υπομονή: ~ ~ θα τα καταφέρεις. Όλα θα γίνουν ~ ~. 4. επιφωνηματικά για να δηλώσει ο ομιλητής: α. ανησυχία, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία κτλ.: ~, πρόσεχε! ~, μη βιάζεσαι! ~, θα πέσεις! ~, έρχεται αυτοκίνητο! ~, θα το σπάσεις! ~, οικονομία στα λεφτά / στα φρούτα!, δεν έχουμε πολλά. β. συμπάθεια: ~, μην πανικοβάλλεσαι / μη ζορίζεσαι, ήρεμα. γ. ειρωνεία. γ1. ~ (να) μην, με το ρήμα της προηγούμενης ερωτηματικής πρότασης: Θα έρθει και ο Πέτρος; -~ (να) μην έρθει, θα ήταν παράξενο αν ερχόταν. ΠAΡ ΦΡ ~ μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου*. γ2. ΦΡ ~ τα λάχανα* / τον πολυέλαιο*! ~ τ΄ αυγά* / τα ωά. ~! μη σπάσεις τ΄ αυγά*.

[μσν. *σιγά < αρχ. επίρρ. σιγFῆ (< δοτ. της λ. σιγή) με τροπή > κατά τα άλλα επιρρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαλιά η [siγalá] Ο24 : απόλυτη ησυχία, απουσία κάθε θορύβου, ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας: T΄ αηδόνι τραγουδούσε γλυκά μέσα στη ~.

[σιγαλ(ός) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαλός -ή -ό [siγalós] Ε1 : (λογοτ.) σιγανός.

[αρχ. (δωρ. διάλ.) σιγαλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγανοπαπαδιά η [siγanopapaδjá] Ο24 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πονηρού, που υποκρίνεται τον ήσυχο, το φρόνιμο, τον απονήρευτο: Είναι αυτός / αυτή μια ~! σιγανοπαπαδίτσα η YΠΟKΟΡ.

[σιγαν(ός) -ο- + παπαδιά· σιγανοπαπαδ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγανός -ή -ό [siγanós] Ε1 : 1. που ακούγεται σε πολύ χαμηλούς και ήρεμους τόνους: Σιγανό τραγούδι. Σιγανή μουσική. || που κυλά ήρεμα. ΦΡ σιγανό ποτάμι, μειωτικά, για άνθρωπο του οποίου η φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά κρύβει μια εντελώς αντίθετη ιδιοσυγκρασία και δραστηριότητα. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, πρέπει να είναι κάποιος επιφυλακτικός απέναντι σε ανθρώπους με φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά. 2. που δεν έχει μεγάλη ένταση: Έπεφτε μια σιγανή βροχή. Tο φαγητό μαγειρεύεται σε σιγανή φωτιά, χαμηλή. σιγανά ΕΠIΡΡ: Άνοιξε ~ την πόρτα, χωρίς θόρυβο.

[μσν. σιγανός < σιγ(ά) -ανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαρέτο το [siγaréto] Ο39 : (λόγ.) τσιγάρο.

[λόγ. < ιταλ. sigaretto `μικρό πούρο΄ (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαστήρας ο [siγastíras] Ο2 : συσκευή η οποία περιορίζει το θόρυβο: ~ του όπλου.

[λόγ. < αρχ. σιγασ- (σιγάζω) `κάνω κπ. να σωπάσει΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. silencer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες