Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιαλογόνος -ος -ο [sialoγónos] & σιελογόνος -ος -ο [sieloγónos] Ε14 : (ανατ.) σιαλογόνοι αδένες, αδένες που εκκρίνουν το σάλιο.
[λόγ. < γαλλ. sialogène < αρχ. σίαλο(ς) + -gène = -γόνος· λόγ. κατά τον ελνστ. τ. σίελος]