Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιαγόνα η [siaγóna] Ο26 : 1. (λόγ.) καθένα από τα δύο οστά του προσώπου επάνω στα οποία είναι εμφυτευμένα τα δόντια· γνάθος. 2. (μτφ.) καθένα από τα δύο κινητά μέρη ενός εργαλείου ή ενός μηχανισμού που μπορούν να ανοιγοκλείνουν και να σφίγγουν κτ.: Οι σιαγόνες της τανάλιας / των φρένων.
[λόγ.: 1: αρχ. σιαγών, αιτ. -όνα· 2: σημδ. γαλλ. mâchoir]