Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιίτης ο [siítis] Ο10 : μουσουλμάνος πιστός, οπαδός του σιισμού. || (ως επίθ.): Σιίτες μουσουλμάνοι.
[λόγ. < τουρκ. şi(i) -ίτης < αραβ. shiya`īy]