Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημιτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημιτικός -ή -ό [simitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Σημίτες: Σημιτικές γλώσσες. Σημιτικοί λαοί.

[λόγ. < γαλλ. sémitique < sém(ite) = Σημ(ίτης) < υστλατ. Sem < ελνστ. Σήμ < εβρ. Shēm (γιος του Nώε) (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες