Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημειώνω [simióno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω ένα διακριτικό σημάδι κάπου, ως σημείο αναγνώρισης ή υπενθύμισης· σημαδεύω1α: Nα σημειώσεις τη σελίδα. ~ με σταυρό. Είχε σημειώσει τα λάθη με κόκκινο μολύβι. Tου σημείωσαν την κόλα, συνήθ. κατά τη διάρκεια γραπτού διαγωνίσματος, ως ένδειξη αποκλεισμού για λόγους αντιγραφής κτλ. || Ο διαιτητής σημείωσε τον παίχτη, λόγω κάποιας παρατυπίας που διέπραξε και για να του επιβληθεί κάποια ποινή. ΦΡ σημειώσατε X*. 2. γράφω μια πληροφορία την οποία θέλω να συγκρατήσω στη μνήμη μου: ~ μια διεύθυνση / έναν αριθμό τηλεφώνου. Θα σημειώσω το ραντεβού για να μην το ξεχάσω. Δεν κρατώ ημερολόγιο, απλώς ~ σ΄ ένα τετράδιο διάφορες σκέψεις. Aυτό που λες εγώ το ~!, δε θα το ξεχάσω. || Σημείωσε ότι θα λείπω όλο το απόγευμα, λάβε υπόψη σου, υπολόγισε. 3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ. το οποίο θεωρώ σημαντικό και αξιόλογο· το παίρνω σοβαρά υπόψη μου: Σημείωσε αυτό που θα σου πω! Θα ήθελα να σημειώσω ότι
, να επισημάνω. Aξίζει να σημειωθεί ότι
|| (στο γ' πρόσ.) για κτ. που γίνεται αντιληπτό ότι συμβαίνει, ότι γίνεται: Σημειώθηκαν πολλές καταχρήσεις. Δε σημειώθηκε καμιά κυβερνητική αντίδραση, δεν παρατηρήθηκε. || για κτ. που καταλήγει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα κυρίως στις εκφράσεις ~ επιτυχία / αποτυχία / πρόοδο: H γιορτή σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Οι διαπραγματεύσεις σημείωσαν σημαντική πρόοδο. || (ποδ.): ~ τέρμα, βάζω γκολ.
[λόγ. < σπάν. ελνστ. σημει(ῶ) -ώνω, `βάζω σημάδι΄, συνήθ. μέσο σημειοῦ μαι `σημειώνω΄ (1: & σημδ. γαλλ. marquer, noter· 3: & σημδ. αγγλ. mark) η ενεργ. χρήση κατά τις αγγλ. και γαλλ. λ.]