Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημειολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημειολογικός -ή -ό [simiolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σημειολογία ή στο σημειολόγο: Σημειολογική ανάλυση. σημειολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. séméiologique < séméiolog(ie) = σημειολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες