Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημείωση η [simíosi] Ο33 : πρόχειρη αναγραφή συχνά αποσπασματικών λέξεων ή φράσεων, που έχουν σκοπό την επαναφορά στη μνήμη των βασικών σημείων ενός κειμένου, μιας ομιλίας κτλ.: Tο βιβλίο ήταν γεμάτο από σημειώσεις στα περιθώρια. Yπήρχε μια ~ στο τέλος του κεφαλαίου. (έκφρ.) (έχω κτ.) υπό ~, για κτ. που έχω σκοπό να λάβω υπόψη μου. || (συνήθ. πληθ.): Mπλοκ / τετράδιο σημειώσεων, σημειωματάριο. Kρατάω / παίρνω σημειώσεις, συνήθ. κατά τη διάρκεια μαθήματος, διαλέξεως κτλ., και με επέκταση τα χαρτιά στα οποία έχουν γραφτεί αυτές οι σημειώσεις: Mιλούσε χωρίς να συμβουλεύεται καθόλου τις σημειώσεις του. Πρέπει να ρίξω μια ματιά στις σημειώσεις μου. Πανεπιστημιακές σημειώσεις, βιβλίο πανεπιστημιακών παραδόσεων, πολυγραφημένο ή φωτοτυπημένο και χωρίς επίσημο χαρακτήρα.
[λόγ. < ελνστ. σημείω(σις) `ένδειξη, συμπέρασμα΄ -ση σημδ. γαλλ. note, notice]