Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημαιοστόλιστος -η -ο [simeostólistos] Ε5 : για κτίριο, δρόμο, πόλη κτλ. όπου έχουν αναρτηθεί σημαίες για τον εορτασμό μιας εθνικής εορτής, την υποδοχή επισήμων κτλ.: Σημαιοστόλιστα μπαλκόνια.
[λόγ. σημαιοστολισ- (σημαιοστολίζω) -τος]