Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημαιοστόλιστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημαιοστόλιστος -η -ο [simeostólistos] Ε5 : για κτίριο, δρόμο, πόλη κτλ. όπου έχουν αναρτηθεί σημαίες για τον εορτασμό μιας εθνικής εορτής, την υποδοχή επισήμων κτλ.: Σημαιοστόλιστα μπαλκόνια.

[λόγ. σημαιοστολισ- (σημαιοστολίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες