Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημαιοστολίζω [simeostolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναρτώ σημαία ή σημαίες σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, σε σπίτια, σε δρόμους ή σε πλατείες, με την ευκαιρία εθνικών εορτών, τελετών υποδοχής επίσημων προσώπων κτλ.: Σημαιοστολίστηκε η πόλη. Όλα τα μπαλκόνια ήταν σημαιοστολισμένα. 2. (μτφ., προφ.) για γυναίκα ντυμένη με τρόπο κραυγαλέο και εντυπωσιακό: Ήρθε σημαιοστολισμένη και μακιγιαρισμένη.
[λόγ. σημαί(α) -ο- + στολίζω]