Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημαδιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημαδιακός -ή -ό [simaδjakós] Ε1 : που ξεχωρίζει, που είναι σημαντικός, γιατί αποδεικνύεται μοιραίος στην παραπέρα πορεία και εξέλιξη ή που έχει το χαρακτήρα του οιωνού: Σημαδιακή μέρα. H κουβέντα που μου είπε ήταν σημαδιακή. Είδα ένα σημαδιακό όνειρο.

[σημάδ(ι) -ιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες