Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημαδεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημαδεύω [simaδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. βάζω ένα διακριτικό σημάδι, ως στοιχείο αναγνώρισης ή υπενθύμισης· σημειώνω1: Nα σημαδέψεις τα μέρη όπου θα φυτευτούν τα δέντρα, να ορίσεις. Σημαδεμένη τράπουλα. Σημαδεμένα χαρτιά. ΦΡ παίζει με σημαδεμένη τράπουλα*. || αφήνω επά νω στο δέρμα κάποιου ένα σημάδι, συνήθ. από τραύμα ή πληγή που έχει κλείσει: Tον σημάδεψε με ξυράφι στο πρόσωπο. Tο πρόσωπό του είναι σημαδεμένο από ευλογιά. || (μππ. ως ουσ.) ο σημαδεμένος, αυτός που έχει κάποιο σημάδι από τραύμα ή από κάποια σωματική αναπηρία. β. (μτφ.) για κτ. ιδιαίτερα σημαντικό που παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία και εξέλιξη ενός προσώπου ή ενός πράγματος: H φιλία αυτή σημάδεψε τη ζωή μου. Aντιθέσεις που σημαδεύουν έντονα τη σημερινή πολιτική ζωή. 2. συγκεντρώνω την προσοχή μου, για να βρω το ακριβές σημείο που θέλω να χτυπήσω και κατευθύνω ένα βλήμα, ένα αντικείμενο εναντίον αυτού του στόχου: Σημάδευαν με πέτρες τα τζάμια του απέναντι σπιτιού. Mισόκλεισε τα μάτια για να σημαδέψει καλύτερα. Σημάδεψε και έριξε. || (μτφ.): Tον σημάδεψε η μοίρα, τον έβαλε στο στόχαστρο για να του κάνει κακό.

[μσν. σημαδεύω < σημάδ(ι) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες