Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημάδεμα το [simáδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σημαδεύω. α. η τοποθέτηση διακριτικού σημαδιού για αναγνώριση ή υπενθύμιση. β. η κατεύθυνση βολής προς ορισμένο στόχο.
[σημαδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]