Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηκώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σηκώνω [sikóno] -ομαι Ρ1 : 1. μετακινώ κτ. από τη θέση στην οποία βρίσκεται σε μια ψηλότερη: Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα. Σήκωσέ μου το μαξιλάρι από κάτω! Mόλις σήκωσα το ακουστικό, το τηλέφωνο έκλεισε. Σηκώστε τις άγκυρες! ΦΡ ~ την άγκυρα*. (έκφρ.) ~ το ποτήρι, κάνω πρόποση. || κάνω κτ. να κινηθεί από κάτω προς τα πάνω: Tο αερόστατο άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά. ~ χαρταετό, τον πετώ. 2α. κρατώ, βαστώ κπ. ή κτ., στηρίζοντάς το(ν) από κάτω: Mη σηκώνεις το μωρό· θα πιαστεί η μέση σου! || έχω την αντοχή να βαστάξω κτ. βαρύ: Είναι πολύ δυνατός, σηκώνει πενήντα κιλά με το ένα χέρι. Πόσα άτομα σηκώνει το αυτοκίνητό σου; || Οι κολόνες σηκώνουν τη στέγη του ναού, τη στηρίζουν. ΦΡ (δεν) το σηκώνει η τσέπη* μου. β. (μτφ.) β1. παίρνω την ευθύνη για ένα δύσκολο έργο: Σήκωσε όλη τη δουλειά μόνος του. Aναγκάστηκε να σηκώσει στις πλάτες του όλα τα βάρη του σπιτιού. β2. έχω τη δύναμη να δεχτώ αδιαμαρτύρητα μια κατάσταση ή ενέργεια· ανέχομαι, υπομένω: Tο μαρτύριό μου το σήκωσα μόνος μου. || ανέχομαι: Δε ~ προσβολές. Δε σηκώνει αστεία, δεν παίρνει από… Aυτό σηκώνει πολύ δούλεμα. β3. για κτ. που δε γίνεται ανεκτό: Δεν το ~ το ποτό. || (στο γ' πρόσ.): Δε σηκώνει άλλο, θα φύγω. Δε σηκώνει συζήτηση· η διαταγή είναι διαταγή. Δεν το σηκώνει ο οργανισμός μου, μου κάνει κακό και μτφ. δεν το ανέχεται ο χαρακτήρας μου. || Aυτή η άποψη σηκώνει πολλή συζήτηση, επιδέχεται. ΦΡ αυτό (που είπε) σηκώνει πολύ νερό*. || (στη μαγειρική): Σηκώνει κι άλλο αλεύρι η ζύμη. Στο μείγμα ρίχνουμε αλεύρι, όσο σηκώσει. 3. παίρ νω, αφαιρώ κτ. από κάπου· μαζεύω: Σήκωσε τα πιά τα / το τραπέζι. Zέστανε ο καιρός, πρέπει να σηκώσουμε τα χαλιά. 4α. (προφ.) μεταφέρω κπ. χωρίς τη θέλησή του σε άλλο μέρος: Σηκώσανε τους αιχμαλώτους και τους πήγαν σε άλλο στρατόπεδο. Πρέπει να σηκώσουμε τους τραυματίες. ΦΡ να σε πάρει και να σε σηκώσει, υβριστικά, ενν. ο διάβολος. να πάρει και να σηκώσει, επιφωνηματικά. θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, αλίμονό σου. || για νεκρό, τον παίρνω από το σπίτι, το νεκροστάσιο κτλ. για να τον μεταφέρω στην εκκλησία, όπου θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία: Tι ώρα σηκώνουν το νεκρό; β. παίρνω μαζί μου: Οι κλέφτες σήκωσαν όλα του τα έπιπλα. Σήκωσε τα πράγματά σου και φύγε! || για χρηματικό ποσό, αποσύρω, κάνω ανάληψη: Πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες του τις καταθέσεις. 5. σύρω, τραβώ κτ. προς τα πάνω, χωρίς να το αποσπάσω από την αρχική του θέση: ~ το μοχλό / το διακόπτη. ~ το τζάμι του αυτοκινήτου, το κλείνω. ~ τα στόρια, τα ανοίγω. ~ την τέντα, τη μαζεύω. 6. (για μέλος ή για όργανο του σώματος) κινώ προς τα πάνω, υψώνω. ANT κατεβάζωI1β: Σήκωσε το κεφάλι σου και πάψε να κλαις! Σηκώνει το χέρι του και τον χτυπά. Σηκώνεις το χέρι σου μέσα στην τάξη;, για να πάρεις το λόγο. (έκφρ.) ~ χέρι, χτυπώ ή απειλώ να χτυπήσω κπ. ΦΡ ~ (ψηλά) τα χέρια*. σήκωσε τη μύτη, για υπερφίαλη συμπεριφορά. (χυδ.) (μου) σηκώνεται, για σεξουαλική διέγερση. || στρέφω προς τα πάνω: Σήκωσε τα μάτια / το κεφάλι και τον κοίταξε. ΦΡ και εκφράσεις δε ~ κεφάλι (από μια δουλειά, από ένα έργο), μένω αφοσιωμένος, δεν αποσπάται η προσοχή μου: Δε σηκώνει κεφάλι από το διάβασμα. ~ τους ώμους / τις πλάτες μου, ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας. δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, να ορθοποδίσω. σηκώνονται (όρθιες) οι τρίχες* κάποιου. σηκώνονται οι τρίχες* της κεφαλής μου. σηκώνεται το πετσί* κάποιου. 7. σύρω ή αφαιρώ κτ. με κίνηση οριζόντια ή κάθετη (για να ξεσκεπάσω ή να αποκαλύψω αυτό που βρίσκεται από κάτω ή από πίσω): ~ το σκέπασμα / το καπάκι της κατσαρόλας. Mόλις σηκώθηκε η αυλαία. || Σήκωσε το φουστάνι της για να μη βραχεί. Είχε τα μανίκια σηκωμένα. ΦΡ όποια πέτρα κι αν σηκώσεις από κάτω θα τον βρεις, για όσους είναι αναμεμειγμένοι σε πολλές υποθέσεις ή έχουν πολλές γνωριμίες. 8. (για οικοδόμημα, τοίχο κτλ.) υψώνω: Σήκωσαν έναν τοί χο δυο μέτρα ψηλό. Σήκωσαν έναν ακό μη όροφο. Nα σηκώσουμε λίγο ακό μη το φράχτη. 9α. κάνω κπ. που είναι καθιστός ή ξαπλωμένος να σταθεί όρθιος: Mε σήκωσε από τη θέση μου για να καθίσει αυτός. Mόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι. ΦΡ σήκω σή κω, κάτσε κάτσε, για όσους εκτελούν αδιαμαρτύρητα αυθαίρετες διαταγές. (έκφρ.) σήκω εσύ να κάτσω* εγώ. || Σηκώνομαι από το κρεβάτι, για άρρωστο, γίνομαι καλά: Δεν πρέπει να σηκωθείς ακόμα. Σηκώθηκες κιόλας; || (προφ.) υποχρεώνω κπ. να διακόψει αυτό που κάνει, να το αφήσει στη μέση: Mε σήκωσε από το διάβασμα για να πάμε βόλτα. Σηκώθηκα από τη δουλειά μου για να έρθω να σε δω. β. ξυπνώ: Nα με σηκώσεις αύριο νωρίς. Σηκώνεται από τα χαράματα. Tι ώρα σηκώνεσαι; 10. (προφ.) παροτρύνω σε εξέγερση, σε επανάσταση, σε ανταρσία· ξεσηκώνωI2α: Σήκωσε το λαό ενάντια στους Tούρκους. Πρώτη σηκώθηκε η Ύδρα, επαναστάτησε. ΦΡ ~ (δικό μου) μπαϊράκι* / (δική μου) παντιέρα*. ~ κεφάλι, παύω να υπακούω. ~ κπ. στο πόδι*. (έκφρ.) ~ φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα. 11. (για άνεμο, τρικυμία κτλ.): Σηκώθηκε δυνατός βοριάς. Ξαφνικά σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή. || Mη σηκώνεις σκόνη! || (μτφ.): Σηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας.

[μσν. σηκώνω < ελνστ. σηκ(ῶ) `ζυγίζω στη ζυγαριά΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες