Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηκωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σηκωτός -ή -ό [sikotós] Ε1 : κυρίως στην έκφραση παίρνω / πηγαίνω κπ. σηκωτό: α. για κπ. που τον σηκώνουν και τον μεταφέρουν άλλοι. β. για κπ. που τον πηγαίνουν κάπου με το ζόρι: Tον πήγαν σηκωτό στο τμήμα.

[σηκώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες