Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σηκωτός -ή -ό [sikotós] Ε1 : κυρίως στην έκφραση παίρνω / πηγαίνω κπ. σηκωτό: α. για κπ. που τον σηκώνουν και τον μεταφέρουν άλλοι. β. για κπ. που τον πηγαίνουν κάπου με το ζόρι: Tον πήγαν σηκωτό στο τμήμα.
[σηκώ(νω) -τός]