Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερφάρω [serfáro] Ρ6α : 1. κάνω γουίντ σέρφιγκ. 2. (μτφ.) αναζητώ πληροφορίες μέσα στο ίντερνετ μετακινούμενος από μια σελίδα σε μια άλλη.
[αγγλ. surf -άρω]