Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σερβόφρενο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερβόφρενο το [servófreno] Ο41 : είδος φρένου.

[γαλλ. servofrein -ο και τον. κατά τα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες