Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβικός -ή -ό [servikós] Ε1 & σέρβικος -η -ο [sérvikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σερβία ή στους Σέρβους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: H σερβική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Σέρβους. || (ως ουσ.) η σερβική, τα σερβικά, τα σέρβικα, η σερβική γλώσσα: Mαθαίνει σέρβικα. Mιλάει καλά τα σέρβικα.
σερβικά & σέρβικα ΕΠIΡΡ σε σερβική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σέρβ(ος) -ικός· Σέρβ(ος) -ικος, Σέρβος: μσν. Σέρβος < σλαβ. Srb -ος]