Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεπτός -ή -ό [septós] Ε1 : που λόγω της ιερότητάς του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό: Tο σεπτό σκήνωμα του αγίου. H σεπτή εικόνα της Παναγίας.
[λόγ. < αρχ. σεπτός]