Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεξαπίλ το [séksapíl] Ο (άκλ.) : η ιδιότητα εκείνου που ασκεί έντονη ερωτική έλξη στο αντίθετο φύλο.
[λόγ. < γαλλ. sex-appeal < αγγλ. sex appeal]