Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεντόνι το [sendóni] Ο44 : 1. βαμβακερό ή λινό λεπτό ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, με το οποίο καλύπτεται το στρώμα του κρεβατιού (κατωσέντονο) ή χρησιμοποιείται ως σκέπασμα κατά τον ύπνο (πανωσέντονο): Ένα ζευγάρι σεντόνια. Λευκά / χρωματιστά σεντόνια. Mονό / διπλό σεντόνι. Σεντόνια κεντημένα. 2. (μτφ., προφ.) για κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό.
[μσν. σεντόνι < ελνστ. σινδόνιον με τροπή [si > se] (προφ. [nd] ) (στη νέα σημ.) υποκορ. του αρχ. σινδών `λινό ύφασμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεντονιάζω [sendonázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ράβω πρόχειρα ένα σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος· καπλαντίζωα.
[ελνστ. σινδονιάζω (προφ. [nd] ) `τυλίγω σε μουσελίνα΄ κατά την εξέλ. της λ. σεντόνι]