Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεντέφι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεντέφι το [sendéfi] & σιντέφι το [sindéfi] Ο44 : ουσία σκληρή, στιλπνή και ιριδίζουσα που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του οστράκου πολλών μαλακίων και που χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών μικροαντικειμένων· μάργαρο.

[τουρκ. sedef -ι· τροπή [se > si] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες