Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σενεγαλέζικος -η -ο [seneγalézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σενεγάλη ή στους Σενεγαλέζους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σενεγαλέζικη κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[Σενεγάλ(η) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Σενεγάλη: λόγ. < γαλλ. Sénégal(e) -η (ορθογρ. δαν.)]