Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σενεγαλέζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σενεγαλέζικος -η -ο [seneγalézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σενεγάλη ή στους Σενεγαλέζους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Σενεγαλέζικη κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[Σενεγάλ(η) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Σενεγάλη: λόγ. < γαλλ. Sénégal(e) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες