Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεμνότυφος -η -ο [semnótifos] Ε5 : για κπ. του οποίου η υπερβολικά σεμνή συμπεριφορά ξεπερνά σε αυστηρότητα το κοινωνικά παραδεκτό και καταντά υποκρισία.
σεμνότυφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. σεμνοτυφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]