Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεμνοπρεπής -ής -ές [semnoprepís] Ε10 : ο σεμνός, σε ύφος μάλλον επιτηδευμένο.
σεμνοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σεμνοπρεπής `με επίσημο ύφος΄, σεμνοπρεπῶς]