Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεμέν το [semén] & σεμέ το [semé] Ο (άκλ.) : εργόχειρο, κέντημα για τραπέζι.
σεμεδάκι το YΠΟKΟΡ. [σεμέ: γαλλ. chemin· σεμέν: λόγ. ορθογρ. δαν.· σεμεδ- (σεμές) -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεμέν ντε φερ το [semén de fér] Ο (άκλ.) : τυχερό παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα.
[λόγ. < γαλλ. chemin de fer, αρχική σημ.: `σιδηρόδρομος΄]