Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σελώνω [selóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ τη σέλα στη ράχη του αλόγου.

[σέ λ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες