Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελτές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σελτές ο [seltés] Ο13 : (λαϊκότρ.) το στρώμα.

[τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ με τροπή [si > se] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες