Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σελοφάν το [selofán] Ο (άκλ.) : λεπτό διαφανές φύλλο, άσπρο ή χρωματιστό, που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για τη συσκευασία διάφορων τροφίμων, ποτών κτλ.
[λόγ. < γαλλ. cellophane]