Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεληνόφως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεληνόφως το [selinófos] Ο γεν. σεληνόφωτος : (λόγ.) το φως της σελήνης, όπως διαχέεται τη νύχτα πάνω στη γη· φεγγαρόφωτο: H σονάτα του σεληνόφωτος, σονάτα για πιάνο του Mπετόβεν. (έκφρ.) υπό το ~, για φεγγαρόλουστη βραδιά.

[λόγ. < αρχ. σεληνόφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες